Πέμπτη 12 Μαΐου 2011

Ο φόβος, ο πόνος, η υπομονή και η αγάπη...

Μια φορά κι έναν κι καιρό,
σε μια χωρά λίγο πιο δεξιά από το νεραϊδόκοσμο μου, ζούσαν τέσσερα μικρά παιδάκια.
Δεν είχαν μητέρα, ούτε πατέρα...
Ξεφύτρωσαν μέσα από μία θνητή καρδιά.

Ο φόβος και ο πόνος ήταν δύο πολύ όμορφα αγοράκια... εντυπωσιακά στην όψη τους αλλά λίγο αρρωστιάρικα, με την πρώτη ματιά όλοι οι θνητοί τα πλησιάζαν για να τα αγκαλιάσουν και να τα γιατρέψουν...
Κάθε θνητός όμως που έμπλεκε μαζί τους είχε άσχημες εμπειρίες από αυτά και δυστυχώς δε φεύγανε εύκολα...
Από την άλλη ήταν τα δύο κοριτσάκια, η υπομονή και η αγάπη... Άσχημα στην όψη τους κι αυτό γιατί κάθε θνητός που έμπλεκε μαζί τους ποτέ δεν τους φέρθηκε έτσι όπως θα έπρεπε με αποτέλεσμα πάντα η υπομονή να αποχωρεί εξουθενωμένη και η αγάπη προδομένη και καταπονημένη.

Μια μέρα καθώς η υπομονή συναντήθηκε με τον πόνο χλευάστηκε τόσο πολύ από αυτόν και έπεσε σε βαθιά κατάθλιψη, κρύφτηκε και δεν ήθελε να εμφανιστεί ποτέ ξανά σε κανένα θνητό...
Ο πόνος της έφερε για παρέα το φόβο, να την τρομάζει κάθε φορά που η υπομονή αποφάσιζε να κάνει μια νέα αρχή στην καρδιά κάποιου θνητού.
Η αγάπη πάλευε δεξιά και αριστερά να επιβιώσει, αλλά χωρίς την υπομονή καμία θνητή καρδιά δεν μπορούσε να την κρατήσει μέσα της και κάθε φορά που εμφανιζόταν ο πόνος, η αγάπη έτρεχε να κρυφτεί μη και τη βρει και την κλειδώσει μαζί με την υπομονή...
Η αγάπη πέρασε πολλά χρόνια από καρδιά σε καρδιά και το αποτέλεσμα ήταν πάντα το ίδιο, ο πόνος εμφανιζόταν και επικρατούσε...
Η υπομονή προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να ξεφύγει για να τη βοηθήσει αλλά ο φόβος ήταν πάντα εκεί να της υπενθυμίζει πόσο φτωχή είναι αυτή και η αδερφή της και τίποτα δε θα καταφέρουν να κάνουνε δύο κουρελιάρες σε καμία θνητή καρδιά!!!

Πρόσφατα έμαθα πως η υπομονή ξέφυγε από τον φόβο και μάλιστα τον κλείδωσε σε ένα μικρό βάζο γιατί έβγαλε όλες του τις δυνάμεις για τη φοβίσει, αλλά αυτή υπομονετικά τον ανέχτηκε ώσπου ο φόβος έγινε και πάλι ένα μικρό παιδάκι...
Έψαξε για μερικούς μήνες την αγάπη που είχε κρυφτεί κι αυτή μέσα σε μια θνητή καρδιά όπου ο πόνος δε χωρούσε και άφησαν λίγη από τη νεραϊδόσκονη μου για προστασία...
Τον πόνο τον αντιμετωπίζουν μαζί πια και πλέον δε έχει χώρο στην καρδιά που κατοικούν...
Η νεραϊδόσκονη τους έδωσε πολύ κουράγιο και δύναμη να αντιμετωπίζουν το φόβο γιατί κάθε φορά που βγαίνουν από μία καρδιά αφήνουν μερικούς κόκκους για να μην χωράει ο πόνος να εισέλθει...
Ήρθαν πρόσφατα σε εμένα για να μου πουν τα νέα τους, οπότε αποφασίσαμε με τον καλό μου Νεραϊδοπρίγκιπα να τις μάθουμε πως να πολλαπλασιάζονται για να αφήνουν μέσα στις καρδιές δικά τους κομμάτια κι όχι λίγους κόκκους νεραϊδόσκονης που μπορούν εύκολα να χαθούν με ένα φύσημα...

Ο Νεράιδος μου τις συμπάθησε πολύ και μάλιστα έκανε για αυτές πολλές προσπάθειες και τις έκανε όμορφες κι ευπαρουσίαστες όπως τους πρέπει...
Εγώ πάλι ακόμη προσπαθώ να τις καταλάβω κι αυτό γιατί ο φόβος κι ο πόνος είναι κι αυτοί κομμάτια της θνητής μου καρδιάς κι ίσως να τους λυπάμαι!!!
Σίγουρα όμως η νεραϊδένια φύση μου τους πολεμάει!!!

Υ.Γ. Στον αγαπημένο μου νεραϊδοπρίγκιπα που πάρα τις δυσκολίες μας προσπαθεί για να μη μου χαλάσει χατήρι και μου δείχνει καθημερινά πως με υπομονή και αγάπη, κάνουμε θαύματα!!!
...Η. μου, Σε ευχαριστώ...

Τρίτη 22 Μαρτίου 2011

Μ' ακούς;;;



...


Έτσι μιλώ γιά σένα καί γιά μένα

Επειδή σ’αγαπώ καί στήν αγάπη ξέρω 
Νά μπαίνω σάν Πανσέληνος 
Από παντού,γιά τό μικρό τό πόδι σού μές στ’αχανή σεντόνια 
Νά μαδάω γιασεμιά --κι έχω τή δύναμη 
Αποκοιμισμένη,νά φυσώ νά σέ πηγαίνω 
Μές από φεγγαρά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοές 
Υπνωτισμένα δέντρα μέ αράχνες πού ασημίζουμε 

Ακουστά σ’έχουν τά κύματα 
Πώς χαιδεύεις,πώς φιλάς 
Πώς λές ψιθυριστά τό "τί" καί τό "έ" 
Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο 
Πάντα εμείς τό φώς κι η σκιά 

Πάντα εσύ τ’αστεράκι καί πάντα εγώ τό σκοτεινό πλεούμενο 
Πάντα εσύ τό λιμάνι κι εγώ τό φανάρι τό δεξιά 
Τό βρεγμένο μουράγιο καί η λάμψη επάνω στά κουπιά 
Ψηλά στό σπίτι μέ τίς κληματίδες 
Τά δετά τριαντάφυλλα,καί τό νερό πού κρυώνει 
Πάντα εσύ τό πέτρινο άγαλμα καί πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει 
Τό γερτό παντζούρι εσύ,ο αέρας πού τό ανοίγει εγώ 
Επειδή σ’αγαπώ καί σ’αγαπώ 
Πάντα εσύ τό νόμισμα καί εγώ η λατρεία πού τό εξαργυρώνει: 

Τόσο η νύχτα,τόσο η βοή στόν άνεμο 
Τόσο η στάλα στόν αέρα,τόσο η σιγαλιά 
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική 
Καμάρα τ’ουρανού με τ’άστρα 
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή 

Πού πιά δέν έχω τίποτε άλλο 
Μές στούς τέσσερις τοίχους,τό ταβάνι,τό πάτωμα 
Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου 
Νά μυρίζω από σένα καί ν’αγριεύουν οί άνθρωποι 
Επειδή τό αδοκίμαστο καί τό απ’αλλού φερμένο 
Δέν τ’αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς,μ’ακούς 
Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου 

Να μιλώ γιά σένα καί γιά μένα. 

ΙV. 

Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν,μ’ακούς 
Δέν έχουν εξημερωθεί τά τέρατα, μ’ακούς 
Τό χαμένο μου τό αίμα καί τό μυτερό,μ’ακούς 
Μαχαίρι 
Σάν κριάρι πού τρέχει μές στούς ουρανούς 
Καί τών άστρων τούς κλώνους τσακίζει,μ’ακούς 
Είμ’εγώ,μ’ακούς 
Σ’αγαπώ,μ’ακούς 
Σέ κρατώ καί σέ πάω καί σού φορώ 
Τό λευκό νυφικό τής Οφηλίας,μ’ακούς 
Πού μ’αφήνεις,πού πάς καί ποιός,μ’ακούς 

Σού κρατεί τό χέρι πάνω απ’τούς κατακλυσμούς 

Οί πελώριες λιάνες καί τών ηφαιστείων οί λάβες 
Θά’ρθει μέρα,μ’ακούς 
Νά μάς θάψουν , κι οί χιλιάδες ύστερα χρόνοι 
Λαμπερά θά μάς κάνουν περώματα,μ’ακούς 
Νά γυαλίσει επάνω τούς η απονιά,μ’ακούς 
Τών ανθρώπων 
Καί χιλιάδες κομμάτια νά μάς ρίξει 

Στά νερά ένα ένα , μ’ακούς 
Τά πικρά μου βότσαλα μετρώ,μ’ακούς 
Κι είναι ο χρόνος μιά μεγάλη εκκλησία,μ’ακούς 
Όπου κάποτε οί φιγούρες 
Τών Αγίων 
Βγάζουν δάκρυ αληθινό,μ’ακούς 
Οί καμπάνες ανοίγουν αψηλά,μ’ακούς 
Ένα πέρασμα βαθύ νά περάσω 
Περιμένουν οί άγγελοι μέ κεριά καί νεκρώσιμους ψαλμούς 
Πουθενά δέν πάω ,μ’ακους 
Ή κανείς ή κι οί δύο μαζί,μ’ακούς 

Τό λουλούδι αυτό τής καταιγίδας καί μ’ακούς 
Τής αγάπης 
Μιά γιά πάντα τό κόψαμε 
Καί δέν γίνεται ν’ανθίσει αλλιώς,μ’ακούς 
Σ’άλλη γή,σ’άλλο αστέρι,μ’ακούς 
Δέν υπάρχει τό χώμα , δέν υπάρχει ο αέρας 
Πού αγγίξαμε,ο ίδιος,μ’ακούς 

Καί κανείς κηπουρός δέν ευτύχησε σ’άλλους καιρούς 

Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες,μ’ακούς 
Νά τινάξει λουλούδι,μόνο εμείς,μ’ακούς 
Μές στή μέση τής θάλασσας 
Από τό μόνο θέλημα τής αγάπης,μ’ακούς 
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί,μ’ακούς 
Μέ σπηλιές καί μέ κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς 
Άκου,άκου 
Ποιός μιλεί στά νερά καί ποιός κλαίει -- ακούς; 
Είμ’εγώ πού φωνάζω κι είμ’εγώ πού κλαίω,μ’ακούς 
Σ’αγαπώ,σ’αγαπώ,μ’ακούς.


"Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν,μ’ακούς"
Για εσένα, που μ'ακούς ...

ο μονόγραμμα, Οδ. Ελύτης (Απόσπασμα

Παρασκευή 18 Μαρτίου 2011

Νεράιδα δίχως παραμύθι!!!

Ξημέρωσε στο νεραϊδόκοσμο.
Δε σε είχα δίπλα μου αλλά σε ένοιωσα δίπλα μου.
Κάθε ώρα που περνάει μπορεί να μη σε έχω εδώ αλλά είσαι παντού.
Είναι περίεργη η μαγεία στον κόσμο μου, όσο δύσκολα κι αν περνάμε στον κόσμο των θνητών.
Οι θνητοί πεθαίνουν, το έμαθα καλά αυτό το παραμύθι.
"Δεν είναι παραμύθι" μου είπες και με αγκάλιασες σφιχτά. Με πήρες μέσα στα δυο σου χέρια και με έσφιξες σαν να ήτανε η τελευταία φορά.
"Δε θα αντέξω άλλο πόνο" σου είπα και μύρισα το άρωμα από τα ρούχα σου όπως τότε που ήμουνα μικρό παιδάκι και κρυβόμουν στην αγκαλιά σου ή σκούπιζα τα δάκρυα που με πονούσαν, αλλά κι αυτά που μου δίνανε χαρά.
"Θα αντέξεις" μου είπες και με κοίταξες βαθιά γεμάτη στοργικότητα, μ' αυτά τα μάτια που αγάπησα χωρίς κανέναν κόπο.
Τα μάτια σου τα αγάπησα όχι γιατί με μεγάλωσαν, ούτε γιατί έτσι μου έμαθαν, τα αγάπησα γιατί έτσι επέλεξα.
Ναι η αλήθεια είναι αυτή, επέλεξα να σε αγαπάω χωρίς κανέναν δισταγμό, χωρίς κανέναν κόπο.
Ήσουν ο άνθρωπος που ήταν πάντα εκεί, και στα εύκολα και στα δύσκολα.
Είσαι ακόμη εδώ και σε νοιώθω σε κάθε μου κίνηση, σε κάθε μου φόβο, σε κάθε μου δάκρυ.
Ξέρω πως όταν πέφτουν τα δάκρυα της λύπης, μου λες όπως και τότε "Μην κλαις άλλο χαζούλα, θα αρρωστήσεις" κι όσο σκέφτομαι αυτή την ατάκα ακόμη πιο καυτά πέφτουν τα δάκρυά μου.
Κοιμάμαι και ξυπνάω με το βλέμμα των ματιών σου. Πέρασαν κιόλας τέσσερα χρόνια και ξέρω πως δεν έχεις ησυχάσει γιατί έφυγες χωρίς να μας χαιρετήσεις, έφυγες χωρίς να μας αγκαλιάσεις, έφυγες και πήρες μαζί σου όλο τον πόνο από την καρδιά μου αλλά ο πόνος δεν φεύγει και το ξέρεις!
Μου το είχες μάθει καλά, με έμαθες να ζω με αυτό και να το αποδέχομαι!!!
Με έμαθες να αγαπάω τα πάντα χωρίς ενδοιασμούς, να συγχωρώ και το μεγαλύτερο παράπτωμα των άλλων, να υπομένω καρτερικά μέχρι να έρθει η ώρα και η μέρα που θα σε έβλεπα. Με άφησες με αυτή την επιθυμία, να σε δω και να σε πάρω αγκαλιά όπως τότε που ήμουν παιδάκι και μετρούσα τις μέρες να έρθεις ή να έρθω να σε δω!!!
Ήρθα και σε είδα ξαπλωμένη, κοιμωμένη, δε με άκουγες, δε με έβλεπες αλλά χαμογελούσες...
Θα έδινα τα πάντα για να ήσουν εδώ αυτές τις στιγμές που είμαι καλά, περνάω καλά και είμαι με έναν άνθρωπο που προσπαθεί όπως προσπάθησες κι εσύ να μη μου λήψει τίποτα και ποτέ!!!
Η κόρη σου πονάει κι εσύ δεν είσαι εδώ να τη μαλώσεις που καπνίζει. Δεν είσαι εδώ να σου μιλήσουμε για τον φίλο μας που χαροπαλεύει για να μας αγκαλιάσεις τον πόνο, δεν είσαι εδώ να μας μαλώσεις που καθόμαστε με τις ώρες πάνω στον υπολογιστή, δεν είσαι εδώ για να μας πεις μια γλυκιά κουβέντα για το πόσο προσπαθούμε να επιβιώσουμε και γινόμαστε παυσίπονα για τους άλλους, δεν είσαι εδώ για να μας γκρινιάζεις που εμπιστευόμαστε εύκολα τον κόσμο!!!
Δεν είσαι στον κόσμο των θνητών αλλά ξέρω πως στο νεραϊδόκοσμο μου περνάς καλά κι ας μην είσαι σε κανένα παραμύθι...
Στον άνθρωπο που μεγάλωσε τρείς γενιές παιδιών χωρίς κανένα παραμύθι και κοιμήθηκε να ξεκουραστεί πριν 4 χρόνια σαν σήμερα και δεν ξύπνησε ποτέ...


Τρίτη 15 Μαρτίου 2011

Θα γυρίσει ο τροχός...

Οι νεράιδες δύσκολα κρατάμε κακίες, αλλά πολύ εύκολα "χαιρόμαστε" όταν επιβεβαιώνουμε τα λάθη των άλλων. Τα δικά μας δύσκολα τα ανακαλύπτουμε αλλά αν αποφασίσεις να μας κάνεις κακό θα σου γαμήσουμε την ψυχολογία μέχρι το τέλος!!!
Δε θα έλεγα ότι είμαστε εκδικητικές απλά λίγο χαιρέκακες, αν μπορώ να χρησιμοποιήσω αυτό τον όρο!!!
Έτσι και στη σημερινή μας ιστορία, σύμφωνα με αυτά που συζητούσαμε χθες με μια νεραϊδογοργόνα στο ποτάμι.
Η φίλη μου η Μάγια, η νεραϊδογοργόνα, μου μίλησε για ένα περιστατικό ενός θνητού ανθρώπου που πνιγόταν κάπου στον ωκεανό, κοντά στα βράχια.
"Ήταν πολύ όμορφος, Waterfairy μου" μου ξεστόμισε...
Κι είναι γνωστό πως όταν μια νεραϊδογοργόνα βρίσκει κάποιον θνητό όμορφο, κάπου την έχει δαγκώσει την ουρά της.
Δεν ήθελε να μου πει πολλά για τη διάσωση αλλά μου είπε πολλά περισσότερα για την μετέπειτα σχέση τους.
Περνούσαν καλά, την φρόντιζε, της έλεγε όμορφα παραμύθια για νεράιδες και θνητούς, την λάτρεψε σαν θεά του και την έκανε να νοιώσει μοναδική στη ζωή του!
Η νεραϊδογοργόνα δεν ήθελε και πολύ για να την πατήσει. Μόνη τριάντα χρόνια μέσα στον ωκεανό χωρίς κάποιο στοιχείο της φύσης να την κάνει να νοιώθει μοναδική, απλά του παραδόθηκε χωρίς ενδοιασμούς...
Τον λάτρεψε πιο πάνω κι από θεό, ίσως και πιο πάνω από τη μητέρα Φύση που όταν ξεφεύγουμε φροντίζει να μας εκδικηθεί για να μην το ξανακάνουμε το λάθος!!!
Την αγαπάμε τη "Μανούλα" μας, αλλά έχουμε και τις αδυναμίες μας στο ωραίο, το μαγικό, το λαμπερό κι εκεί είναι που χάνουμε την ουσία της σχέσης μας μαζί Της!!!
Η Μάγια μου μιλούσε και τα καυτά χρυσαφένια δάκρυα της έπεφταν μέσα στο ποτάμι και γίνονταν γυρίνοι που τρέχανε σαν παλαβοί για την επιβίωση τους, αυτή με μία κίνηση της τους έπιανε όλους μαζί και μου τους έδινε να τους φροντίσω!!!
Όπως καταλαβαίνετε μου έδινε τα δάκρυα της να τα φροντίσω, να τα αγαπήσω ούτως ώστε να με νοιώσει μέτοχο στον πόνο της!!!
Ήταν πληγωμένη, δεν ήθελα να την κουράσω με ερωτήσεις αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω τίποτα μέσα από τα μπερδεμένα λόγια της!
Έπιασα λίγο το νόημα που ήταν πως ο θνητός την παράτησε αφού έγινε καλά κι έφυγε στη στεριά με μια θνητή, παλιά του γνώριμη!!!
Δε του είπε τίποτα, παρά μόνο πως θέλει να είναι ευτυχισμένος κι ας είναι μακριά της!!!
Όντως η Μάγια είναι ένα καταπληκτικό πλάσμα με όμορφα συναισθήματα, αυτό το κράμα νεράιδας και γοργόνας την κάνουν πιο ευάλωτη, πιο καταθλιπτική και καθόλου εκδικητική...
Συνήθως οι γοργόνες εκδικούνται κι εμείς οι νεράιδες όπως είπα και στην εισαγωγή απλά χαιρόμαστε όταν κάποιος επιβεβαιώνει το λάθος του...
Η Μάγια δεν είναι ούτε νεράιδα, ούτε γοργόνα είναι και τα δύο κι αυτό την κάνει να μπερδεύετε πιο πολύ στις αποφάσεις της!!!
Πήρα που λέτε τα φτερά μου κι η Μάγια την ουρίτσα της και πήγαμε μια βόλτα στον ωκεανό κοντά στη στεριά, στο σημείο όπου είχε εξαφανιστεί ο θνητός της φίλος.
Ω! τι έκπληξη! ήταν κι αυτός εκεί, γονατισμένος εκεί που έσκαγε το κύμα και θρηνούσε για την χαμένη του αγάπη.
Η Μάγια με σταμάτησε και μου είπε να γίνω αόρατη και να πλησιάσω να ακούσω μέσα από τα αναφιλητά του για ποιο πράγμα θρηνούσε. Έτσι κι έγινε, πλησίασα κοντά του προσπάθησα να μπω στα κύματα των σκέψεων του αλλά ήταν πάρα πολύ μπερδεμένα και το μόνο που κατάφερα να ακούσω ήταν ένα μεγάλο ΓΙΑΤΙ με πολλά πολλά ερωτηματικά...
"Γιατί κλάνει το γατί" σκέφτηκα από μέσα μου και με έπιασε μια χαρούμενη διάθεση...
Ο θνητός την είχε πατήσει και η θνητή του για άλλη μια φορά τον εγκατέλειψε!!! "Τι κρίμα!!!" σκέφτηκα όλο ειρωνεία...
Ναι, ναι μπορείτε να πείτε ότι είμαι και κακία αλλά "Καλά να πάθει, ας πρόσεχε!!!"
Γύρισα γρήγορα στη Μαγιά και της είπα τι συνέβει, φυσικά και η φίλη μου τον λυπήθηκε γιατί όπως είπαμε είναι ένα κράμα νεράιδας και γοργόνας και δεν έχει τις δικές μας αντιδράσεις!!!
Ήθελε να πάει εκεί, να του σκουπίσει τα δάκρυα, να τον κάνει να νοιώσει και πάλι ευτυχισμένος, τον λυπήθηκε με όλη τη δύναμη της αγάπης της!!!
Την σταμάτησα, της υπενθύμισα πως και πάλι αφού τον γιάτρευε θα την εγκατέλειπε και της είπα να φύγουμε σιωπηλά όπως ήρθαμε...
Σε όλη τη διαδρομή καμιά δε μιλούσε μονό εγώ σκεφτόμουνα διαφορά αλλά δε τα ξεστόμιζα μη και μου πει κανένα χοντρό και αντιδράσει και γυρίσει πίσω σε αυτόν.
Στη σκέψη μου κυριαρχούσε ένα και μόνο πράγμα, πως έχουν δίκιο οι θνητοί που λένε: "Θα γυρίσει ο τροχός, θα μαμήσει κι ο φτωχός"...

Κυριακή 6 Μαρτίου 2011

Τι είναι οι τηγανητές πατάτες???

Μετά από πολύ καιρό κάποιοι άνθρωποι βρίσκονται σε διαφορετικές κατευθύνσεις κι εκεί είναι που τους χάνεις.
Όσο και να θέλεις να τους προστατέψεις και να τους προφυλάξεις από οτιδήποτε κακό που εντοπίζεις ότι θα τους συμβεί, δε σε αφήνουν να μπεις μέσα στον κόσμο τους και να τους πεις για τα διδάγματα που έμαθες από τη ζωή κι αυτοί συνεχίζουν αμέριμνοι να πατούν σε ακαθαρσίες και να τρώνε ότι τους πλασάρουν για γλυκό.
Έτσι και στη δική μου ανθρώπινη ύπαρξη που με βάλανε να προστατεύω.
Η Δανάη ήταν κάποτε μικρό κορίτσι που πίστευε στα παραμύθια. Καθώς μεγάλωνε σε ένα περίεργο οικογενειακό περιβάλλον δεν έμαθε πολλά από καταχρήσεις και κακές συνήθειες.
Ήταν μια μικρή πριγκίπισσα που ζούσε στο δικό της βασίλειο.
Συνήθως εμείς οι νεράιδες δεν κάνει να εμφανιστούμε στον άνθρωπο που προσέχουμε και περνάμε ατέλειωτες ώρες παίζοντας με τον φύλακα άγγελο του γήινου πλάσματος...
Μη με ρωτήσετε πως τα καταφέρνουμε να συνενοούμαστε, όταν υπάρχει καλή θέληση όλα μπορούν να συμβούν και φυσικά με πολύ πολύ φαντασία!!!
Η μικρή μου ύπαρξη άρχισε να μεγαλώνει κι όσο μεγάλωνε τα πράγματα γινόντουσαν ολοένα και πιο δύσκολα...
Ξέρετε τα παιδιά στις μέρες μας μεγαλώνουν πολύ πριν την ώρα τους κι αυτό είναι που μας φέρνει σε δύσκολη θέση πάρα πολλές φορές.
Καθώς η Δανάη μπήκε στην εφηβεία τα πράγματα εκεί γίνανε κουβάρι.
Έμαθε βλέπετε από νωρίς τι έχει μέσα στο βρακί της κι αυτό την έκανε να διώχνει καθημερινά το φύλακα άγγελό της και για όλα έπρεπε εγώ να είμαι μόνη μου δίπλα της.
Οι άγγελοι είναι ευαίσθητα πλάσματα και δεν αντέχουν να βλέπουν τον προστατευόμενο τους να παραστρατεί από τις επιθυμίες του Δημιουργού κι έτσι εύκολα κλείνουν τα μάτια τους ή και φεύγουν. Δε θυμώνουν όμως και επιστρέφουν πολύ γρήγορα αφού τελειώσει η σκηνή του "εγκλήματος".
Όχι, για μένα τα πράγματα δεν είναι έτσι.
Συνήθως οι νεράιδες είμαστε από τη φύση μας πιο ανεχτικές και πιο συγκαταβατικές με τις αδυναμίες των γήινων, άλλωστε κι εμείς δε φημιζόμαστε για την ηθική μας ιδιαίτερα οπότε δε με πολύ απασχόλησε αυτό το θέμα της ηθικής της Δανάης.
Εγώ συνήθως είμαι αυτή που θα την παρηγορήσω, θα της μιλήσω γλυκά μέσα στο μυαλό της και θα την κάνω να αισθάνεται όμορφα με όλους τους τρόπους. Αυτή είναι η δουλειά μου άλλωστε!!!
Περνώντας τα χρόνια όμως, κάπου χάσαμε τη μπάλα μια μέρα.
Η Δανάη μεγάλωσε πολύ και η ζωή της ήταν πολύ ατίθαση...
Έμενα συνεχώς δίπλα της και της φρόντιζα ενίοτε τις πληγές γιατί ήταν και ευαίσθητη, Τρρρρρρομάρα της!
Πάντως πρέπει να το ομολογήσω, έγινε περίεργος άνθρωπος όταν ενηλικιώθηκε με πολύ υγιεινή διατροφή αλλά με πολύ ανθυγιεινή ζωή!!!
Κι εκεί ήταν που γέλασα περισσότερο στη ζωή μου με τη Δανάη!!!
Μια μέρα καθώς συζητούσαν με μια φίλη της για τις τόσο διαφορετικές διατροφικές συνήθειές τους είπε η φίλη της πως οι τηγανητές πατάτες είναι πολύ πιο νόστιμες από τις βραστές.
Η Δανάη όμως δεν είχε γευτεί ποτέ στη ζωή της τη μυρωδιά από το καμένο λάδι που μύριζε, κατά κύριο λόγο, στο δρόμο.
Ναι, ναι πρέπει να το ομολογήσω, αν και νεράιδα μου αρέσει πολύ η μυρωδιά και από το καμένο λάδι αλλά και από το καμένο βούτυρο, με "φτιάχνει" κάπως... Βέβαια ξέρω από αυτά που έχω διαβάσει πως για τον άνθρωπο αυτά τα καμμένα έλαια δεν είναι και η καλύτερη διατροφική συνήθεια και τους κάνουν κακό. Πφφφ, πάλι ξέφυγα να με συγχωράτε!!!Που είχαμε μείνει???
Α, ναι στο ότι η Δανάη δεν γεύτηκε πότε στη ζωή της τηγανητές πατάτες...
"Μα καλά, είναι δυνατόν να μην έχεις φάει ποτέ τηγανητές πατάτες?" τη ρώτησε χαχανίζοντας η φίλη της...
Η δικιά μου όμως δεν πτοήθηκε και της απάντησε με την φοβερή ερώτηση "Γιατί εσύ έχεις πάει ποτέ με μικρότερό σου???"

Καταλαβαίνετε πως όχι απλά γέλασα με αυτόν τον περίεργο συνειρμό της μικρής αλλά έβγαλα και το απόλυτο συμπέρασμα πως: "Αν δεν έχεις πάει ποτέ με μικρότερό σου, είναι σαν να μην έχεις φάει ποτέ στη ζωή σου τηγανητές πατάτες".


Αφιερωμένο σε όλες τις φίλες μου που οι τηγανητές πατάτες είναι κάτι παραπάνω από μία απλή διατροφική συνήθεια...
Αυτές ξέρουν ;) 



Παρασκευή 4 Μαρτίου 2011

Όνειρο ήτανε...



Μια μικρή νεράιδα καθησμένη πάνω στην αγαπήμενη της τουλίπα απολάμβανε την ησυχία της, καθώς έβλεπε τον ήλιο να ανατέλει. Το δροσερό πρωινό αεράκι σκόρπιζε τα μαλλιά της και οι πρωινές αχτίδες του ήλιου χρυσάφιζαν στο πρόσωπό της. Καθώς περνούσε η ώρα κι απολάμβανε τα χρυσορόδινα χρώματα του τοπίου, εμφανίστηκε ένας ωραίος άντρας, αρρενωπός,σοβαρός με πολύ όμορφα χαρακτηριστηκά. Η μικρή νεράιδα μόλις τον είδε να την πλησιάζει πάνω στο κατάμαυρο άλογο του,ένοιωσε έναν κόμπο στο στομάχι της. «Τι ωραίος άντρας;» Σκέφτηκε.
Ο άντρας την πλησιάσε και της εξήγησε ότι ήταν ένας τεύτονας ιππότης που είχε χαθεί και χρειαζόταν τη βοήθεια της.

Η νεράιδα, κοινωνική και φιλική καθώς ήταν με όλους προθυμοποιήθηκε να τον βοηθήσει.Στο δρόμο δεν αντάλλαξαν ουτε μία κουβέντα,μόνο μερικές κλεφτές ματιές.
Δεν ήξερε πώς να σπάσει τη σιωπή.Προσπάθησε με διάφορες γκάφες και αστεία να τον κάνει να της μιλήσει αλλά εκείνος σοβαρός κι αμίλητος άρχισε να κάνει σκέψεις για το ότι η μικρή ήταν πολύ χαζή και ότι με τίποτα δεν θα μπορέσει να τον βγάλει από το αδιέξοδο του.Ξαφνικά η νεράιδα άρχισε να νοιώθει έναν πόνο στα φτέρα της,προσπάθησε να φανεί δυνατή στον άγνωστο ξένο και φτερούγησε δίπλα του δυνατότερα σταματώντας να μιλαέι κι η ίδια. Φυσικά ο άγνωστος άντρας κατάλαβε πώς κάτι συμβαίνει αφού ξαφνικά η νεράιδα άρχισε να χάνει το χρυσαφένιο χρώμα της.
Της ζήτησε να καθήσουν να ξεκουραστούν για λίγο.
Αφού καθήσανε τη ρώτησε γιατί είχε αρχίσει να χάνει τη λάμψη της.Η μικρή ντράπηκε που άρχισε η κούραση να φαίνετε στο χρώμα της κι απλά του χαμογέλασε. «Τώρα δε μου μιλάς ε?»της είπε εκείνος… Απάντηση δεν πήρε και σηκωθήκανε να συνεχίσουνε το δρόμο τους.
Κάποια στιγμή ο άντρας άρχισε να της μιλάει και να τη ρωτάει διάφορα για τη διαδρομή.

Η μικρή άρχισε να του μιλάει με τον πιο ευχάριστο τόνο που διέθεται και δεν άργησαν να έρθουν και τα πειράγματα.Η νεράιδα άρχισε να χρυσαφίζει και πάλι γιατί ξέχασε προς στιγμήν την κουράση της με την κουβέντα.Τότε ο άντρας την κάλεσε να καθήσει κι αυτή μαζί του στο άλογο.Τα πειράγματα άρχισαν να δημιουργούν ένα έντονο κλήμα συμπάθειας όπου η μικρή άφησε τον εαυτό της ελεύθερο και του έδειξε τον πραγματικό της χαρακτήρα. Η έντονη συμπάθεια όμως δημιούργησε κι ένα περιέργο κλίμα ερωτισμού.
Προς στιγμήν φοβήθηκε ότι της συνέβαινε κάτι κακό, γιατί κάθε φορά που της μιλούσε ένοιωθε ένα κόμπο στο στομάχι της κι ένα συναίσθημα που είχε καιρό να νοιώσει «Ενθουσιασμό»…
Από τον έντονο αυθορμητισμό της, του είπε κάτι που κι η ίδια το μετάνοιωσε με το που το ξεστόμησε ,πίστεψε ότι ο ιππότης, σοβαρός καθώς ήταν, θα την παρεξηγούσε και τότε της είπε: «Μικρή μου,γιατί παίζεις μαζί μου;»…
Τα γέλια κόπηκαν με μιας, η μικρή νεράιδα κατέβασε το κεφάλι και σκέφτηκε ότι δεν έιχε μαθει να παίζει σωστά αυτό το παιχνίδι κι ότι πάντα έχανε. «Αφέθηκα σα να ζώ σε όνειρο, μου βγάζεις μια περίεργη αίσθηση εμπιστοσύνης.» του απάντησε.
Σκοτίνιασε… 
Σταματήσανε στη μέση του δάσους κι η νεράιδα με τις μικρές μαγικές δυνατότητες που είχε άναψε φωτιά για να ζεσταθούν.Ο ιππότης της έδωσε το πανωφόρι του για να μην κρυώνει. Καθησε απέναντι της και κοίταξε μέσα στα τεράστια μάτια της,εκείνη χαμήλωσε το βλέμμα κι εκείνος με μια κίνηση κάθησε δίπλα της. Δεν ήξερε πώς να αντιδράσει τι να κάνει το μόνο που καταφέρε να του ψυθιρίσει ήταν «Γιατί μου το κάνεις αυτό;»
-«Γιατί μου το κάνεις κι εσύ»της απάντησε και την αγκάλιασε σφυχτά μέσα στα δύο του χέρια…
Έμειναν έτσι σχεδόν όλο το βράδυ μέχρι που τους πήρε ο ύπνος. Με την πρώτη ηλιαχτίδα η νεράιδα ξύπνησε άφησε στα γρήγορα ένα σημείωμα χαραγμένο πάνω στο δέντρο που ήταν δεμένο το άλογο του ιππότη «Θα ξαναρθώ μόλις νυχτώσει.Να προσέχεις!»
Εκείνος όταν ξύπνησε και δεν τη βρήκε δίπλα του σκέφτηκε ότι είδε το πιο όμορφο όνειρο που είχε δεί ποτέ στη ζωή του.Όταν έλυσε το άλογο κι ετοιμάστηκε να φυγεί είδε το σημείωμα χαραγμένο στο δέντρο,χαμογελασε και έφυγε.Κατα τη διάρκεια της διαδρόμης δεν μπορούσε να τη βγάλει από το μυαλό του και τότε αποφασιστηκά φώναξε «ΟΝΕΙΡΟ ΕΙΣΑΙ!!!» 
Η νεράιδα τον άκουσε αν και ήταν πάρα πολύ μακριά του και σιγομουρμούρησε «Κι εσύ αλλά πρέπει να φύγεις, θα έρχομαι τις νύχτες να σε προσέχω όπου κι αν είσαι»…


 Κυριακή, 18 Οκτωβρίου 2009

Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2011

Πάνω στα σύννεφα...


Είναι όμορφος ο ουρανός όταν σκοτεινιάζει.
Τα χρώματα που κυκλοφορούν πάνω του εκείνη την ώρα είτε μετά από μία ηλιόλουστη μέρα, είτε μετά από μία συννεφιασμένη, είναι τόσο γοητευτικά που πάντα τη μαγεύουν.
Κάθισε πάνω στην αγαπημένη της τουλίπα και ευχήθηκε να μπορούσε να μεταφερθεί ψηλά στον ουρανό, εκεί που οι νεράιδες του ουρανού περνούν τους κουβάδες με τα μενεξεδί χρώματα κι αφήνουν τα σύννεφα να τα μπερδέψουν όλα μαζί χορεύοντας.
Ένοιωσε ξαφνικά τη μοναξιά της να την πνίγει και επέλεξε να κουνήσει τα φτερά της και να πάει στο νεραϊδοχώρι της να χαζολογήσει λίγο με τους φίλους της!!!
Στο νεραϊδοχώρι είχανε γιορτή. Βασικά κάθε βράδυ έχουνε γιορτή κι αυτό είναι που τους κάνει ευτυχισμένους έπειτα από μία κουραστική μέρα...
"Καλησπέρα" την πλησίασε ένας γοητευτικός νεράιδος και της έδωσε μία κούπα με ζεστό νέκταρ και νεραϊδόσκονη.
"Καλησπέρα, ευχαριστώ" του είπε αυτή με το πιο όμορφο χαμόγελό της.
Τον είχε ξαναδεί αυτό τον τύπο αλλά ποτέ δεν έτυχε να μιλήσουν, βλέπετε στο νεραϊδοχώρι είναι τόσοι πολλοί οι νεράιδοι και οι νεράιδες και συνήθως κυκλοφορούν ανά ομάδες ανάλογα με την ειδικότητά τους οπότε δεν έτυχε να μιλήσουν ξανά.
"Σε βλέπω λίγο κουρασμένη μικρούλα ή είναι η ιδέα μου;" της είπε για να της πιάσει την κουβέντα.
"Κουρασμένη; τι θα πει αυτή η λέξη;" του είπε κοροϊδευτικά.
"Δώσε μου μισό λεπτάκι να πω στην παρέα μου ότι θα απουσιάσω για λίγο κι επιστρέφω σε ένα λεπτό. Μην πας πουθενά!"
"Οκέι." του είπε και του έριξε ένα από τα πιο ναζιάρικα βλέμματά της.
Οι φίλες της ήταν απασχολημένες οπότε δεν είχε να κάνει κάτι καλύτερο από το να περάσει την ώρα της με έναν συμπαθητικό νεράιδο.
"Ήρθα κούκλα. Έπρεπε να ενημερώσω για να μη μου τη λένε μετά"
"Καλά έκανες βρε, ξέρω πως είναι, μην αγχώνεσαι".
Κι από εκεί και πέρα άρχισαν τα γελάκια και τα πειράγματα και το ένα έφερε το άλλο και βρέθηκαν αγκαλιά πάνω σε ένα σύννεφο.
Το φεγγάρι έλουζε τα χρυσαφένια της μαλλιά κι αυτή απολάμβανε το ζεστό νέκταρ μέσα από την κούπα της.
"Δε ξέρω πως προέκυψε αυτό", της είπε.
Αυτή απλά χαμογέλασε κι έσκυψε το κεφάλι.
"Έλα άσε τις ντροπές, είμαστε πλέον μόνοι μας, δε μας βλέπει κανείς"
Η μικρή χαμογέλασε πέρασε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του και ακούμπησε τα χείλη της πάνω στα δικά του.
Αυτός την πήρε στην αγκαλιά του κι απλά την κράτησε.
"Μη βιάζεσαι" της είπε πολύ τρυφερά. "Γνωριζόμαστε μόλις κάποιες ώρες κι θα διαθέσω αρκετές ακόμη για να σε γνωρίσω".
Η μικρή μας φίλη ακούμπησε στον ώμο του κι απλά χάζευε τα χρώματα στον ουρανό.
"Νοιώθω πολύ όμορφα από την πρώτη στιγμή που μου έφερες αυτό το υπέροχο ρόφημα και σε κοίταξα στα μάτια. Έχω αρκετό χρόνο για να σε γνωρίσω κι εγώ καλύτερα, ποτέ δε ξέρεις.", χαμογέλασε.
Η γνωριμία τους μόλις άρχισε και το φεγγάρι χαμογέλασε στη θέα των δύο αγκαλιασμένων νεράιδων πάνω στο φίλο του, το σύννεφο.
Ήρθε η ώρα το φεγγάρι να δώσει τη θέση του στον ήλιο κι ο ήλιος τους βρήκε εκεί αγκαλιασμένους.
Βλέποντας αυτή την εικόνα έστειλε μήνυμα με τις ακτίνες του να ξυπνήσουν.
"Καλημέρα" της χαμογέλασε.
"Καλημέρα" του χαμογέλασε κι αυτή και σηκώθηκε να φύγει χωρίς καμία κουβέντα.
"Ει, που πας;" της φώναξε...
"Βιάζομαι, πρέπει να φύγω", είπε και κούνησε γρήγορα τα φτερά της.
"Να σε περιμένω το βράδυ στη γιορτή;", τη ρώτησε.
"Μόλις δεις της νεράιδες του ουρανού να αλλάζουν χρώμα έλα πάλι στο σύννεφο. Θα σε περιμένω εδώ. Α! και μη ξεχάσεις πάρε ένα μπουκάλι νέκταρ, είναι εκπληκτικό", του έκλεισε το μάτι κι έφυγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε για το ποτάμι εκεί που θα περνούσε τη μέρα της δουλεύοντας σήμερα.
"Πέρασα τόσο όμορφα, τόσο μαγικά, τόσο υπέροχα και είναι μόνο η αρχή. Θα σε δω το βράδυ, κι αυτό το βράδυ θα είναι δικό μας..." σκέφτηκε κι ονειροπόλησε ακουμπώντας πάνω σε ένα νούφαρο...